άργαση — η [αργάζω] 1. η κατεργασία του δέρματος 2. το βυρσοδεψικό υλικό στο οποίο τοποθετούνται τα δέρματα για κατεργασία 3. η ανοιξιάτικη καλλιέργεια της γης … Dictionary of Greek
αργασιά — η 1. η άργαση 2. χωράφι σπαρμένο με όψιμους καρπούς … Dictionary of Greek